ἀπένειμε

ἀπένειμε
ἀπονέμω
portion out
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Βολέσλαος ή Βολεσλαύος — I (Boleslaus).Όνομα ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Β. Α’, ο Ανδρείος (966; – 1025). Δούκας (992 1000) και βασιλιάς της Πολωνίας (1000 25). Γιος του δούκα της Πολωνίας Νιετσίσλαφου, ήταν ο πρώτος Πολωνός ηγεμόνας που αναγορεύτηκε βασιλιάς αφού είχε… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Grammenos — Κώστας Γραμμένος Kostas Grammenos Nacimiento 1944 Atenas (   …   Wikipedia Español

  • αντίνοος — I Μυθολογικό προσώπου. Ο αρχηγός των μνηστήρων της Πηνελόπης, συζύγου του Οδυσσέα. Ήταν γιος του Ευπείθη, από ευγενή οικογένεια της Ιθάκης. Πίεσε τον Τηλέμαχο να πείσει τη μητέρα του να τον παντρευτεί και, επειδή o νέος αρνήθηκε, συνωμότησε με… …   Dictionary of Greek

  • σινάς — Επώνυμο Ελλήνων πατριωτών και μεγαλεμπόρων. 1. Σίμων. Ιδρυτής μεγάλου εμπορικού και τραπεζικού οίκου της Βιέννης (1753 1822). Καταγόταν από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου και, ύστερα από σύντομη παραμονή στη Νύσσα, εγκαταστάθηκε τελικά στη Βιέννη,… …   Dictionary of Greek

  • σταυλάρχης — Ανώτερος Γάλλος αξιωματούχος. Την εποχή των Φράγκων, ήταν αρχικά ένας κοινός υπηρέτης της αυλής. Στα χρόνια των Καπέτων ο ρόλος του ενισχύθηκε και αποτελούσε έναν από τους πέντε ανώτερους αξιωματούχους του βασιλείου. Εκείνη την εποχή και οι… …   Dictionary of Greek

  • Αβενζοάρ — (Πενιαφλόρ, Ανδαλουσία 1073 – Σεβίλη 1163). Άραβας γιατρός. Λεγόταν και Αμπού Μαρουάν Ιμπν Ζουχρ. Ανήκε σε μεγάλη οικογένεια γιατρών. Ο σουλτάνος της Αμοχαδών του απένειμε για τις υπηρεσίες του τον βαθμό του βεζίρη. Είχε πολλούς μαθητές, από τους …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ — I Το όνομα του πρώτου ανθρώπου κατά την Αγία Γραφή. Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό adamah (καλλιεργήσιμη γη) και αρχικά σήμαινε άνθρωπος, ανθρωπότητα. Στο βιβλίο της Γενέσεως (A’, 26 κε. και B’, 18 κε.) αναφέρεται πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και …   Dictionary of Greek

  • Αλή αγάς Σοφτάς — (18ος–19ος αι.).Τούρκος επίσημος της Κρήτης, ονομαστός για τα πλούτη του, αλλά και για τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Καταγόταν από τα Χανιά και στο αγρόκτημά του καλούσε συχνά μορφωμένους κατοίκους της πόλης, Έλληνες και Τούρκους, που έδειχναν… …   Dictionary of Greek

  • Αρμίνιος — (λατ. Αrminius, γερμ. Hermann, 16; π.Χ. – 19 μ.Χ.). Γερμανός ηγεμόνας. Αρχηγός των Χερούσκων, υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό και o Αύγουστος του απένειμε τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη της τάξης των ιππέων. Το 9 μ.Χ. όμως, για vα απελευθερώσει από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”